σκολιοπορος

σκολιοπορος
    σκολιοπόρος
    σκολιο-πόρος
    2
    с кривыми ходами
    

(ὦτα Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκολιοπορος" в других словарях:

  • σκολιοπόρος — ον, Α αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός, στρεβλός» + πόρος] …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • σκολιοπορία — ἡ, Μ [σκολιοπόρος] λοξή κατεύθυνση, λοξοδρόμηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»